οργανώσιμος

οργανώσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να υποστεί οργάνωση, ο δεκτικός οργάνωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οργάνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”